Sputnik 1

Η Ελλάδα χρειάζεται την Σπούτνικ στιγμή της

Στις 4 Οκτωβρίου 1957, στην καρδιά του ψυχρού πολέμου, ένα μικρό αντικείμενο διαμέτρου 58 εκ. τέθηκε σε τροχιά από τη Σοβιετική Ένωση. Ο δορυφόρος Σπούτνικ 1 μετέδιδε σήματα στη γη μόνο για τρεις εβδομάδες, μέχρι να αδειάσουν οι μπαταρίες του, ωστόσο η επίδραση της εκτόξευσης ήταν τεράστια στην αμερικάνικη πολιτική. Τον Σεπτέμβριο του 1958, η Γερουσία ψήφισε την National Defense Education Act, μία νομοθεσία που μεταμόρφωσε το εκπαιδευτικό σύστημα μέσω χρηματοδότησης μίας σειρά δράσεων που είχαν στόχο να αυξήσουν τις επιστημονικές επιδόσεις των ΗΠΑ.

Σήμερα καθώς η πανδημία του κορωνοϊού επεκτείνεται, οι κοινωνίες σε όλο τον κόσμο βρίσκονται σε κατάσταση σοκ. Αντιλαμβανόμαστε ότι παρά τις εξελιγμένες επιστημονικές και τεχνολογικές δυνατότητες μας, είμαστε ανεπαρκείς να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά την πανδημία και περιοριζόμαστε σε πολιτικές που περιορίζουν τις ανθρώπινες απώλειες. Ένα ασφαλές εμβόλιο ίσως χρειαστεί ακόμη και περισσότερα από δύο χρόνια για να είναι διαθέσιμο, ενώ οι θεραπείες που δοκιμάζονται έχουν μάλλον φτωχά αποτελέσματα. Το κυριότερο, η πανδημία φανέρωσε, σε παγκόσμιο επίπεδο, τον αναλφαβητισμό σε βασικές επιστημονικές και τεχνολογικές γνώσεις ανάμεσα στην κοινωνία, αλλά και ανάμεσα σε πολλούς ηγέτες, καθώς λίγοι φαίνεται να κατανοούν τα βασικά χαρακτηριστικά ενός ιού.

Η ανικανότητα να κατανοήσουμε, να αξιολογήσουμε, και να συγκρίνουμε απλά στατιστικά δεδομένα (όπως οι θάνατοι ανά εκ. πληθυσμού) έχει κατακλύσει τα κοινωνικά δίκτυα. Ενώ τα επιδημιολογικά μοντέλα που χρησιμοποιήθηκαν για την λήψη των μέτρων αντιμετώπισης αποτελούν μυστήριο για όλους, εκτός από τους ειδικούς. Το ίδιο συμβαίνει τώρα, με τα μοντέλα ανάλυσης κόστους-οφέλους προκειμένου να σχεδιαστεί το σταδιακό άνοιγμα της οικονομίας. Οι αποφάσεις απαιτούν την κατανόηση τόσο των επιδημιολογικών όσο και των οικονομικών δεδομένων και τέλος την αποδοχή ενός ποσοστού ρίσκου.

Το σοκ που ακολούθησε την εκτόξευση του Σπούτνικ, συντάραξε ολόκληρη την αμερικάνικη κοινωνία, και αμφισβήτησε την αυταρέσκεια και τον εφησυχασμό της αμερικάνικης υπεροχής. Ο διάσημος πλέον αγώνας του διαστήματος, ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, έφερε σημαντικά τεχνολογικά επιτεύγματα που βοήθησαν στην αντιμετώπιση των ασθενειών και τη βελτίωση του διαστήματος.

Στην Ελλάδα δεν είχαμε ποτέ σημαντικές επιστημονικές επιδόσεις. Φυσικά υπάρχουν συγκεκριμένες εξαιρέσεις αλλά δεν αρκούν για να χαρακτηριστεί πετυχημένη η επίδοση της χώρας. Στους δείκτες καινοτομίας έχουμε διαχρονικά χείριστες επιδόσεις, οι μαθητές των σχολείων λαμβάνουν τις τελευταίες θέσεις στον διαγωνισμό PISA, ενώ τα Ελληνικά πανεπιστήμια, όσο και αν αυτάρεσκα υμνούμε τις επιδόσεις τους, βουλιάζουν σε όλες τις σοβαρές λίστες αξιολόγησης.

Το σοκ της πανδημίας και οι άμεσες επιπτώσεις στην οικονομία αποτελούν σαφώς το άμεσο πρόβλημα, αλλά το σημαντικότερο μακροπρόθεσμα είναι να κατανοήσουμε πόσο λίγο κατανοούμε την επιστήμη και την τεχνολογία που καθορίζει τον 21ο αιώνα. Αυτή η βασική γνώση που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τα χαρακτηριστικά ενός ιού ή της διαδικασίας παραγωγής και διακίνησης των τροφίμων, πρέπει να αποτελούν βασικά στοιχεία της εκπαίδευσης.

Σήμερα οι μαθητές στην Ελλάδα λαμβάνουν χαμηλές αξιολογήσεις στα μαθηματικά, ενώ οι σπουδές στις επιστήμες και η εργασία στην έρευνα είναι μη-ελκυστικές. Μπορεί ο φόβος που έφερε η πανδημία να κατευθύνει περισσότερους μαθητές στον τομέα της βιοιατρικής; Μπορούν οι διαφωνίες επί των στατιστικών δεδομένων και τον δείκτη R0 να προσελκύσουν το ενδιαφέρον στη βιοστατιστική, στην επιδημιολογία, στην ιολογία, στις τεχνολογίες αντιμετώπισης όπως οι αντιμικροβιακές επιστρώσεις, και τέλος στα θέματα ηθικής που σχετίζονται με τις τεχνολογίες παρακολούθησης και ιχνηλάτησης; Θα μπορούσαν οι ελλείψεις που εμφανίστηκαν σε υλικά και ιατρικές συσκευές να οδηγήσουν του μαθητές σε σπουδές που έχουν να κάνουν την παραγωγή και την εφοδιαστική αλυσίδα;

Το πρώτο βήμα για να λύσεις ένα πρόβλημα είναι το κατανοήσεις. Το επίπεδο της εκπαίδευσης στην Ελλάδα σε όλες τις βαθμίδες είναι πολύ χαμηλό. Το κυριότερο της πρόβλημα δεν είναι η χρηματοδότηση. Πράγματι οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση συγκαταλέγονται μεταξύ των χαμηλότερων στην ΕΕ, ωστόσο δεν είναι αυτό το κυριότερο πρόβλημα. Η αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος μοιάζει αδύνατη, κυρίως γιατί όλοι όσοι εμπλέκονται απεχθάνονται την αλλαγή, την βασική δηλαδή αρχή στην οποία βασίζεται ο κόσμος.

Ας παραδεχόμαστε όλοι μαζί ότι αποτύχαμε και ας αξιοποιήσουμε την πανδημία για να φτιάξουμε τη δική μας Σπούτνικ στιγμή.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στον Φιλελεύθερο, 30–31 Μαίου 2020.